Το παρόν κείμενο συνιστά τη γραπτή, ηπίως αλλαγμένη εκδοχή της διάλεξης-ομιλίας που δόθηκε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου στις 18 Οκτωβρίου 2019, ύστερα από την ευγενική πρόσκληση του Ομίλου Αρχαίου Ελληνικού και Ρωμαϊκού Κόσμου, του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ο ομιλητής θέλει να ευχαριστήσει ξανά, κι από εδώ, τον Όμιλο και τους εκλεκτούς του ανθρώπους. Το κείμενο διατηρεί, ως είναι εύλογο, την προφορική υφή της ομιλίας. Δημοσιεύεται, λόγω έκτασης, σε δύο μέρη. Στο τέλος, ακολουθούν κάποιες επιλεγμένες πηγές, για τα θέματα που θίγονται στην ομιλία.
Διαβάστε: Το δίκαιο της Ρώμης και η σημασία του: Μια σύντομη κριτική επισκόπηση – Μέρος Α’
4. Ο Ιουστινιανός στους Ουρανούς του Δάντη
Ο Πανδέκτης αποτέλεσε, όχι μόνο κιβωτό διάσωσης της κλασικής ρωμαϊκής νομικής σκέψης, αλλά και κάτω από μια αίσια κατοπινή συγκυρία και τον κρίκο επανασύνδεσης των νεώτερων ευρωπαϊκών κοινωνιών με αυτήν. Κάπου τον 12ο αιώνα στην ιταλική πόλη Πίζα, βρέθηκε ένα χειρόγραφο με το κείμενο του Πανδέκτη – το οποίο και μεταφέρθηκε το 1406 στη Φλωρεντία· φιλοξενείται σήμερα στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Η έρευνα χρονολογεί το χειρόγραφο αυτό μεταξύ 533 και 577, πράγμα που το καθιστά το πιστότερο δυνατό τεκμήριο για το αυθεντικό περιεχόμενο του Πανδέκτη. Η ώθηση που δόθηκε στη μελέτη του ρωμαϊκού δικαίου, κυρίως μέσω των νεότευκτων τότε Πανεπιστημίων της Ιταλίας και της Γαλλίας, είναι πραγματικά εκρηκτική. Οι μελετητές δεν άργησαν να περάσουν από την, απλώς, ιστορική και σχολιογραφική δουλειά στην ανάδειξη της λογικής πίσω από τις γραμμές του Πανδέκτη – και να ανακαλύπτουν με ενθουσιασμό το εξής: Ότι το δίκαιο της Ρώμης δύναται να εισφέρει ένα συνεκτικό πλαίσιο αρχών κι εννοιών, ικανό να λύνει νομικά προβλήματα της συγχρονίας, όσο όμως και να μπορεί να εμπνέει έναν κοινό ορίζοντα δικαίου, πέρα από τις διάσπαρτες εθνικές και τοπικές ρυθμίσεις.
Δεν είναι μόνο οι κανόνες κι οι έννοιες που αποτυπώνει το ρωμαϊκό δίκαιο: οι αναλύσεις π.χ. για διάφορες συμβάσεις (πώληση, μίσθωση, δάνειο κ.λπ.) ή οι γενικές αρχές, όπως της καλής πίστης ή της αποκατάστασης της υπαίτιας ζημίας· ή οι λεπτοδουλεμένες διακρίσεις ανάμεσα σε κατοχή και κυριότητα ή μεταξύ δόλου, ελαφράς και βαριάς αμέλειας· η αρχή ότι η διαθήκη ερμηνεύεται με άξονα τη βούληση, κι όχι τις λέξεις, του διαθέτη – και τόσα πολλά άλλα. Είναι (κυρίως) το ευμενές υπόβαθρο που συνθέτει, για μια σειρά εξελίξεων που χαρακτηρίζουν την πρώιμη, ακριβώς, Νεωτερικότητα. Ο λόγος για τάσεις και φαινόμενα όπως: το πέρασμα από οικονομικές σχέσεις που έχουν ως άξονα το status (ευγενής, δουλοπάροικος κ.λπ.) σε σχέσεις που εδράζονται στις συναλλαγές· η οικονομική και –αργότερα– πολιτική άνοδος της αστικής τάξης, η σταδιακή συγκρότηση κρατικής γραφειοκρατίας, η υιοθέτηση συγκεντροποιημένου και συστηματικού δικαίου για τα υπό εκκόλαψη τότε έθνη – κράτη (παραμερίζοντας το τοπικό έθιμο) κοκ.
Η συνείδηση της ξεχωριστής συμβολής του ρωμαϊκού δικαίου γίνεται από πολύ νωρίς άμεσα αισθητή – κι η πιο ενδιαφέρουσα, ισχυρή επαλήθευση για αυτό μας έρχεται από το χώρο της λογοτεχνίας: Η πλέον σεβάσμια φιγούρα των ιταλικών γραμμάτων, ο Δάντης Αλιγκιέρι, βάζει στο έργο του Θεία Κωμωδία (στο τρίτο μέρος, Παράδεισος, 1321) τον Ιουστινιανό να κατοικεί, ως ιερό εμβληματικό πρόσωπο, στον Παράδεισο.
5. Από τον κανόνα στο γεγονός, και αντίστροφα
Το ρωμαϊκό δίκαιο δεν θα λάμβανε την αίγλη και τον ιστορικό ρόλο που τελικά απέκτησε, κι ούτε συνεπώς τα νομικά μας συστήματα θα ήταν τέτοια όπως τα γνωρίζουμε, εάν πολύ απλά δεν συνέτρεχε το στοιχείο της ισχύος της Ρώμης – και της ηγεμονικής της θέσης σε ένα χώρο που, αργότερα, θα αποτελέσει την έδρα κοσμοϊστορικών μεταβολών (βλ. από τις βρετανικές ακτές έως την ηπειρωτική Ευρώπη και τη Μεσόγειο). Η σημασία του όμως και το μερίδιο της συμβολής του στις εξελίξεις αυτές οφείλεται και σε εσωτερικές του αρετές. Για το ποιες είναι αυτές, έχουν υποστηριχθεί κατά βάση δύο –και εν πρώτοις ίσως αντιφατικές– σκοπιές: Άλλοι κατονομάζουν ως βασική αξία του ρωμαϊκού δικαίου τον πρακτικό και πρόσφορο σε επίλυση προβλημάτων (problem-solving) χαρακτήρα του· και άλλοι τη συστηματική υφή, εκλέπτυνση και υψηλή εννοιολογία του. Επί της ουσίας, όμως, ευσταθούν και τα δύο: ακριβώς επειδή ως σημαίνουσα ρωμαϊκή συμβολή ισχύει το εξής, η ίδια η γέννηση του νομικού τρόπου σκέψης· του οποίου χαρακτηριστικό είναι αυτή, ακριβώς, η διπλή κίνηση από τον κανόνα στο γεγονός και αντίστροφα (από το γεγονός στη νομική του σήμανση – και από το δίκαιο στην εφαρμογή του).
Λέει, για παράδειγμα, ο Γάιος: Έστω ότι έχουμε μια συμφωνία μεταξύ ενός που εμπορεύεται δούλους κι ενός ιδιοκτήτη αρένας, ώστε ο πρώτος να παράσχει μονομάχους στον δεύτερο. Η συμφωνία τους είναι ότι μετά τις μονομαχίες, ο έμπορος θα λάβει 20 δηνάρια για κάθε δούλο που θα επέστρεφε σώος και 1000 δηνάρια για κάθε δούλο που θα έχανε τη ζωή του. Επί του προκειμένου ερωτάται ποια είναι η νομική φύση αυτής της συμφωνίας: πρόκειται άραγε για πώληση σκλάβων ή για μίσθωση των υπηρεσιών τους; Και η απάντηση που δίνει είναι εξίσου εννοιολογικά στέρεα και πρακτικά εύστοχη: είναι πώληση για κάθε δούλο που σκοτώνεται – και μίσθωση υπηρεσιών για καθένα που επιστρέφει.
Η τριβή με την περιπτωσιολογία και η επεξεργασία των νομικών εννοιών πηγαίνουν αντάμα. Είναι χαρακτηριστική η εξής ανάλυση, από έναν άλλο νομικό (τον Κουίντο Σερβίδιο Σκέβολα): Κάποιος επιθυμεί να ορίσει με τη διαθήκη του τον Α ως κληρονόμο ενός αγροκτήματος, όμως ταυτόχρονα και να λαμβάνει η γυναίκα του Β το εισόδημα από τις καλλιέργειες για όσο αυτή ζει. Το ερώτημα είναι αν ο κληρονόμος μπορεί να πουλήσει σε κάποιον άλλο (Γ) το αγρόκτημα και να δίνει ετήσια αποζημίωση στη χήρα Β, ίσης αξίας με την πρόσοδο από τις καλλιέργειες. Η απάντηση είναι ναι. Εάν, τυχόν πάλι, ενέργειες του Α φέρουν μείωση της αξίας της φάρμας, η χήρα τότε δικαιούται να ζητήσει –ως αποζημίωση– τη διαφορά. Και συνεχίζει ο Σκέβολα με παράθεση περιπτώσεων και παραλλαγών, ώστε κλείνοντας να εξηγήσει τη διαφορά ανάμεσα σε κυριότητα από κληρονομιά και σε επικαρπία.
Ο Ρωμαίος νομικός –φαίνεται αυτό καθαρά στα νομικά συγγράμματα– ξέρει να διακρίνει στα γεγονότα (facti) ποιο είναι το ουσιώδες και τι το αδιάφορο, αποστάζοντας από αυτά το ειδικό νομικό ερώτημα (quaestio iuris). Καθώς επίσης κι ανάποδα: όταν αναζητά τη σωστή λύση για ένα ζήτημα νομικού ενδιαφέροντος, έχει πάσα συνείδηση ότι θα την εύρει στην ανάπτυξη κι ανάλυση του εφαρμοστέου δικαίου. Όταν ο Ρωμαίος νομικός, εκθέτοντας ένα συμπέρασμα, λέει aequum est (δίκαιον είναι), δεν το εννοεί ως δέον γενέσθαι αορίστως (π.χ. από τη σκοπιά της ωφέλειας ή της ηθικής), αλλά ως την πρόσφορη νομική λύση, σε εξειδίκευση κι εφαρμογή τού κάθε φορά ισχύοντος δικαίου.
6. Στα έδρανα των δικαστηρίων και στο βήμα της πολιτικής
Τη μέθοδο αυτή ανάλυσης κι εφαρμογής των νομικών εννοιών είναι που χρωστάμε στη Ρώμη και την οποία μπορούμε λοιπόν να χρησιμοποιούμε σε αφαίρεση από τις ιστορικές αναφορές του αρχαίου κόσμου. Το άξιο προσοχής δεν είναι ότι το ρωμαϊκό δίκαιο αποτελεί προϊστορία των σημερινών μας κανόνων και θεσμών· αλλά ότι μας προσφέρει ένα γενικό συντακτικό για το δίκαιο, το οποίο είναι λειτουργικό μέχρι σήμερα, ακόμη και εάν έχουμε εξελιγμένη νομική γραμματική ή διαφορετικό κοινωνικό λεξιλόγιο. Η ρωμαϊκή κοινωνία, δεν είναι περιττό να το θυμίσουμε, παραμένει μια αγροτική οικονομία με δουλοκτητικές σχέσεις παραγωγής και μια σειρά ολόκληρη από ιεραρχίες και ανισότητες, επικυρωμένες νομικά.
Οι δούλοι διακρίνονται απ’ τους ελεύθερους (γεννημένοι ελεύθεροι) και τους απελεύθερους (πρώην δούλοι, οι οποίοι διαθέτουν πλέον status και δικαιώματα δικαίου, αλλά υπέχουν και διά βίου υποχρέωση απέναντι στον πρώην κύριο, νυν προστάτη τους [patronus]). Τίποτα δεν είναι πιο δηλωτικό για το ότι οι δούλοι θεωρούνται πράγμα (res) από τις νομικές συζητήσεις, π.χ., για το αν κατά την αγοραπωλησία ενός σκλάβου η ασθένειά του κρίνεται ως πραγματικό ελάττωμα τού –προς πώληση– αντικειμένου. Οι ελεύθεροι πολίτες χωρίζονται οικονομικά σε πέντε τάξεις, από τις οποίες η μία (ακτήμονες, proletarii) δεν έχει πολιτική εκπροσώπηση. Ο νόμος προικίζει τα μέλη των ανώτερων τάξεων (π.χ. συγκλητική τάξη) με ειδική και αυξημένη προστασία για τυχόν προσβολή της τιμής τους (ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη ρωμαϊκή σημασία του όρου «αξιοπρέπεια»/dignitas, δηλαδή την αξία σεβασμού που φέρει κανείς από την ίδια του την κοινωνική θέση, δεν διαθέτουν όλοι –ή την ίδια– αξιοπρέπεια). Οι γυναίκες, εξάλλου, δεν μετέχουν στην πολιτική ζωή, δεν ψηφίζουν στη συνέλευση ούτε εκλέγονται σε αρχοντικές θέσεις. Όμως έχουν δικαιώματα του αστικού δικαίου, δυνατότητα π.χ. να φέρουν περιουσία ή να παρίστανται στο δικαστήριο.
Σήμερα θεωρείται δεδομένο ότι όλες και όλοι έχουν δικαιώματα και ίση αξιοπρέπεια, καθώς φέρουν ιδιότητα του ανθρώπινου όντος. (Ο Κικέρωνας, σημειωτέον, το προοικονομεί αυτό, όταν κάνει λόγο για την αξιοπρέπεια και υπεροχή της ανθρώπινης ιδιότητας έναντι των ζώων [βλ. τη humanitas ως αξιότιμη ιδιότητα τού να είμαστε τα μόνα ζώντα πλάσματα που έχουμε Λόγο]). Σήμερα θεωρείται κατακτημένο ότι καθένας και καθεμιά μετέχουν στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι, στη βάση πολιτικής ισότητας – εφόσον είναι πολίτες μιας δεδομένης πολιτείας. Όμως το ρωμαϊκό περιουσιακό/συναλλακτικό δίκαιο είναι, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, που εφαρμόζουμε/εξελίσσουμε στο οικείο πεδίο σήμερα (έστω κι αν δεν συμπεριλαμβάνουμε τα ανθρώπινα όντα, αισίως πια, στα αντικείμενά του). Η πίστη (fides) –που έχει, στη βάση της την ιδέα της δέσμευσης από τα ίδια μας τα λόγια, όπως λέει ο Κικέρωνας– είναι που διαπνέει (επίσης) τις σύγχρονες συναλλαγές, ακόμη και αν αυτές αφορούν ηλεκτρονικές συναλλαγές ή εταιρικό κεφάλαιο.
Με όρους κι αναφορές της ρωμαϊκής νομικής σκέψης, όμως, συνεχίζουν να μιλούν όχι μόνον οι στενά νομικές μας συζητήσεις, αλλά και οι νομικο-πολιτικές μας διαμάχες. Στην εποχή του Διαφωτισμού, συζητιόταν για παράδειγμα κατά πόσον η ρωμαϊκή νομική αρχή ό,τι αγγίζει όλους, δέον να αποφασίζεται από όλους (quod omnes tangit, ad omnibus approbetur) μπορεί να προσδώσει στήριγμα στη φιλοσοφική ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου – ή στις πολιτικές διεκδικήσεις για αντιπροσώπευση, αντίσταση σε μια ανελεύθερη διακυβέρνηση κ.λπ. Λόγου χάρη εξάλλου, στον Κικέρωνα ανάγεται και η περιβόητη θέση ότι σκοποί του δικαίου είναι το δημόσιο συμφέρον κι η σταθερότητα (salus atque utilitas rei publicae, βλ. στο Περί νόμων και αλλού). Τι ορίζεται, όμως, κάθε φορά ως δημόσιο συμφέρον; Νοείται ο σκοπός της επιδίωξής του με τρόπο που να παρακάμπτει δικαιώματα κι αρχές δικαίου; Η επιβολή π.χ. της δημόσιας τάξης αρμόζει να γίνεται με παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων; Η επίτευξη δημοσιονομικών στόχων δίχως μέριμνα κοινωνικής δικαιοσύνης; Και άλλα πολλά. Η γλώσσα του Κικέρωνα και του Γάιου δεν ομιλείται μόνο στα έδρανα των δικαστηρίων, αλλά και στο βήμα της πολιτικής· από την Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης – ξέρουμε καλά, για τους πρωταγωνιστές της, τον Σεν-Ζυστ ή τον Ροβεσπιέρο, ότι ήσαν γνώστες και λάτρες της Ρώμης – μέχρι σήμερα.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία (σε αλφαβητική σειρά):
- Adolf BERGER, Encyclopedic Dictionary of Roman Law (The American Philosophical Society – New Series Vol. 43, 1953)
- Andrew BORKOWSKI – Paul du PLESSIS, Textbook on Roman Law (4η έκδ., Oxford University Press, 2010)
- John CROOK, Law and Life of Rome (Cornell University Press, 1967)
- Gary FORSYTHE, A Critical History of Early Rome (University of California Press, 2005)
- James GORDLEY, «The Method of the Roman Jurists» (2013) 87 Tulana Law Review 933-954
- David JOHNSTON, Roman Law in Context (Cambridge UP, 2002)
- Του ίδιου (επιμ.), The Cambridge Companion to Roman Law (Cambridge UP, 2015)
- Andrew M. RIGGSBY, Roman Law and the Legal World of Romans (Cambridge UP, 2010)
- Fritz SCHULZ, History of Roman Legal Science (Oxford UP, 1946)
- Peter STEIN, Roman Law in European History (Cambridge UP, 2004)
- Franz WIEACKER, «The Importance of Roman Law for Western Civilization and Western Legal Thought» (1981) 4 (2) Boston College International and Comparative Law Review 257-281